εξαχρείωση

εξαχρείωση
η
η αλλοίωση των ηθών, τών ανθρώπων κ.λπ. ώστε να καταστούν αχρεία, η διαφθορά («ηθική, πολιτική εξαχρείωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. στον λόγιο τ. εξαχρείωσις μαρτυρείται στον Ικέσιο Λάτρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξαχρείωση — η η διαφθορά των ηθών, του χαρακτήρα, εκφαυλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποχαλίνωση — η απαλλαγή από κάθε χαλινό, εξαχρείωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαλινώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • εκφαυλισμός — ο (AM ἐκφαυλισμός) νεοελλ. διαφθορά, εκφυλισμός, εξευτελισμός, εξαχρείωση αρχ. περιφρόνηση …   Dictionary of Greek

  • εκφυλισμός — Η διαφθορά· η ελάττωση της έντασης, η κάμψη. (Βιολ.) Μορφολογικά, ε. είναι η διαδικασία της εξαφάνισης των κυττάρων ή των οργάνων, όπως για παράδειγμα η εξαφάνιση της ουράς του γυρίνου, όταν μεταμορφώνεται σε βάτραχο. Μικροβιολογικά, ε. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • εξαχρειωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί εξαχρείωση, ο εξευτελιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαχρειώνω. Η λ. μαρτυρείται στον Δημήτριο Βικέλα] …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • μοχθηρία — η (ΑΜ μοχθηρία) [μοχθηρός] νεοελλ. μσν. ζήλεια για την ευτυχία τών άλλων, κακεντρέχεια, φθόνος, κακία μσν. αρχ. έλλειψη εμπειρίας ή δεξιότητας, ανικανότητα αρχ. 1. κακή κατάσταση, αθλιότητα 2. φαυλότητα, ηθική εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

  • ξέσκισμα — και ξέσχισμα, το [ξεσκίζω] 1. σχίσιμο, κομμάτιασμα, κουρέλιασμα 2. μικρό σχίσιμο τού δέρματος, αμυχή 3. μτφ. i) αναισχυντία, αναίδεια («το ξέσκισμά της δεν περιγράφεται») ii) εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

  • σαπρότητα — η / σαπρότης, ητος, ΝΑ [σαπρός] η ιδιότητα ή η κατάσταση τού σαπρού, σήψη, σαπίλα νεοελλ. μτφ. ηθικός ξεπεσμός, διαφθορά, εξαχρείωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”